- σκυβαλισμός
- σκῠβᾰλ-ισμός, ὁ,A contemptuous rejection, Plb.30.19.12, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυβαλισμός — contemptuous rejection masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβαλισμός — ὁ, Α [σκυβαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυβαλίζω, υβριστική συμπεριφορά, απόρριψη με περιφρόνηση («προφανὲς ἦν ὅτι διὰ τὸν σκυβαλισμὸν τοῡτον oἱ μὲν τοῡ βασιλέως σύμμαχοι ταπεινωθήσονται πάντες», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
σκυβαλισμοί — σκυβαλισμός contemptuous rejection masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβαλισμοῦ — σκυβαλισμός contemptuous rejection masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβαλισμόν — σκυβαλισμός contemptuous rejection masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek